φράξος — φράξος, ο και φράξο, το είδος δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φράξινος — Γένος φυτών της οικογένειας των ελαιιδών. Περιλαμβάνει 64 είδη, που ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές της Γης. Οι φ. είναι δέντρα με φύλλα αντίθετα και πτεροσχιδή και με λείο υπότεφρο φλοιό. Τα άνθη τους είναι μονογενή ή διγενή και φανερώνονται… … Dictionary of Greek
μελιός — Κοινή ονομασία του είδους Fraxinus ornus, της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό και με τις ονομασίες μέλεγος ή φράξος. Πρόκειται για μικρό φυλλοβόλο δέντρο, ύψους έως 15 μ. Τα λευκά του άνθη είναι εύοσμα και οργανώνονται σε… … Dictionary of Greek
φράξο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 750 μ.) του νομού Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστανέας. * * * το, και φράξος, ο και η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού γένους φράξινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. frax inus] … Dictionary of Greek
Πράμαντα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 820 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (39 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 4 μικρότεροι οικισμοί, τα Κομματάκια (υψόμ. 760 μ.), η Τσόπελα (υψόμ. 760 μ.), ο Φράξος… … Dictionary of Greek
φλαμουριά — η 1. το δέντρο «φιλύρα», το φλαμούρι. 2. το δέντρο «μελία», ο μελιάς, το μελιό, ο φράξος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)